ἀπρόσκλητος — without summons to attend a trial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσκλητος — η, ο (AM ἀπρόσκλητος, ον) αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος αρχ. ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος … Dictionary of Greek
ἀπρόσκλητον — ἀπρόσκλητος without summons to attend a trial masc/fem acc sg ἀπρόσκλητος without summons to attend a trial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσκλητοι — ἀπρόσκλητος without summons to attend a trial masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλητος — η, ο (Α ἄκλητος, ον) αυτός που δεν τόν κάλεσαν, ο απροσκάλεστος, απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλητὸς < καλῶ] … Dictionary of Greek
άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… … Dictionary of Greek
ακάλεστος — η, ο (Μ ἀκάλεστος) [καλῶ] 1. εκείνος που δεν τόν έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή «ακάλεστος στον γάμο» 2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή «τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τόν καθίζουν» … Dictionary of Greek
ανεπάγγελτος — η, ο (Α ἀνεπάγγελτος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άεργος αρχ. 1. (για πόλεμο) εκείνος που η έναρξη του δεν αναγγέλθηκε επίσημα, ακήρυχτος 2. απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανεπάγγελτος < αν στερ. + επαγγέλλω «κηρύσσω,… … Dictionary of Greek
απροσκάλεστος — η, ο ο απρόσκλητος … Dictionary of Greek
αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος … Dictionary of Greek